ούτε εμένα

δεν μου φτάνεις

κι αν γίνω πουλί, αετός καμαρωτός

δεν με γεμίζει η αγκαλιά σου

κι αν γίνω δέντρο πλούσιο και ψηλό

δεν με κρατούν τα χάδια σου

κι αν γίνω άνεμος δροσερός,στο σώμα σου να γυρνώ

δεν σε θέλω,δεν ακούς

άκου πως ποτέ δεν σε ήθελα πραγματικά

πάντα το σκαλοπάτι μου,το χέρι που με βαστούσε,ο ώμος για να γείρω,ποτέ πραγματικά εσύ

πάντα το γεφύρι μου,το κουτάλι μου,το μαντίλι που μου σκούπιζε στο μέτωπο,το νερό που μου έπλενε τα χέρια

ποτέ εσύ,ακούς πως δεν ήθελα ποτέ εσένα

ήθελα όσα δεν είχες και ακόμα παραπάνω

και γι αυτό μπορούσα να σε έχω

μα δεν ακούω πια

ο ήχος σου ούτε τραγούδι μα ούτε και θόρυβο θυμίζει

είμαι πουλί και λύκος αγριεμένος

και στην πανσέληνο μετράω κύματα

είμαι ανάσα βαριά και πονεμένη

τα χέρια μου ολόκληρα σώματα σηκώνουν

και όταν θυμώνω δεν μπορώ να σε κοιτώ

και όταν κλαίω δεν μπορώ να σε σκέφτομαι

είμαι αγέρας παγωμένος,ανθρώπους παρασέρνω

είμαι χορός ακαθόριστος,με γυμνά πέλματα σε πιθάρι πηδώ

ξέρεις

ούτε εμένα μου φτάνεις

γιατί είμαι πουλί,και ονειρεύομαι ορίζοντες ανοιχτούς και ουρανούς ανεξερεύνητους

και εσύ στον πάτο με τραβάς

γιατί είμαι έρωτας καλοκαιρινός,που τον χειμώνα άμμο στα πόδια έχει ακόμα

είμαι λιακάδα σε μουντό καμβά

είμαι χαμόγελο σε λυπημένο πρόσωπο

και εσύ κάθε φορά απορείς γιατί γελώ

δεν μου φτάνει να μη σου φτάνω

μα πάλι εσύ διαλέγεις

και το ζάρι φέρνει τις διπλές που λαχταράς

φεύγεις για να ψάξεις όσα νομίζεις πως δεν μπορώ

μα δε με δοκίμασες

στα δύσκολα τείχος γίνομαι και στα λάθη βρίσκω άλλοθι

και στα πάθη αγκαλιά ανοίγω

πάλι φεύγεις

έτσι είμαι

δεν θα το καταλάβω ποτέ

φεύγω κι εγώ

Σχολιάστε